αφυπηρετώ

αφυπηρετώ
αφυπηρετώ, αφυπηρέτησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφυπηρετώ — ( έω) παύω να υπηρετώ στις τάξεις του στρατού, απολύομαι από τις τάξεις του στρατού …   Dictionary of Greek

  • αφυπηρετώ — ησα, συμπλήρωσα τη θητεία μου στο στρατό και απολύομαι: Σε δύο μήνες θα αφυπηρετήσω κι αμέσως θα ψάξω για δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”